ἀκκισμοί

ἀκκισμοί
ἀκκισμός
prudery
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κούνημα — το [κουνώ] 1. λίκνισμα, σάλεμα 2. αιώρηση, ταλάντευση 3. τράνταγμα, κλονισμός 4. νεύμα 5. στον πληθ. τα κουνήματα θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια …   Dictionary of Greek

  • τσάκισμα — το, Ν [τσακίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσακίζω 2. πτυχή, δίπλα, τσάκιση («τό τσάκισμα τού παντελονιού») 3. καταπόνηση, κατάπτωση 4. (για ψύχος ή άνεμο) μετριασμός ή κατάπαυση 5. επωδός ή μελωδική παρεμβολή σε τραγούδι, αλλ. γύρισμα 6 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”